Guevara (Kavvadias)

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: Καμάρι μου κοιμήσου.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ’ είδες και που σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το `λεγε, ποιος το `λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ’ αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ `ομορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιειτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια


Era mezzogiorno in punto ma segnava mezzanotte.
La mamma diceva al bimbo "Dormi mio tesoro ".
Ma di ciascuno gli occhi restarono sbarrati
quando l'ora pesò il tuo corpo con l'acciaio.

Formiche bianche a sciame, nuvola le locuste nere.
Come donne di Mani le Feste intonarono il lamento.
Se ne è andato l'amico, il fratello. Dove ti vidi e dove mi vedesti ?
Lo Sfakiano protegge il raccolto e il Gambalesta la corrida

Chi lo diceva, chi lo sperava e chi può sopportarlo.
Vanno gli uccelli lontano e hanno perso la favella,
fate mietono la seta nera del tuo volto
e la tessono per allacciare le proprie chiome.

Una pantera è in ascolto guarda e si sofferma.
Dalle ferite lecca le rose s'inebria e prende forza.
Prosciugò le viscere la terra e demoni ne balzarono.
Un martello batte pesante ma l'incudine non parla.

Giocano lucciole sopra i tuoi occhi aperti.
Sulla tua bella bocca si è addormentato un grillo.
Dalle tue labbra che calde sono ancora cade
spento un cigarillo .

Il sogno vola in cielo con il fumo.
Ormai si è congiunto alla nave della nube.
D'ogni dove sgorga la luce ma è troppo fioca
l' aggomitolano tenebre e ti fan cenni.

José Martì (condor che va e si abbassa
sente l'orgoglio, si libra e tiene a mente.
Con le sue ali oscurerebbe un'aia)
Stasera voi due berrete mate in compagnia.

Giunge Bolivar a cavallo di una freccia.
Eretta sta in agguato una serpe pregna d'uova.
La Peruviana pesta magiche erbe nel mortaio
e biascica in bocca un fungo e si avvelena.

Leva nitriti la rossa giumenta di Lorca
ma lui, l'amico, che i lacci di seta impigliano
una lunga fossa gli acconcia col suo piccone
di pietra e grande la fa quant'è la tua statura.

Un vecchio marinaio dalla faccia incatramata
carica una barca con sagacia e cura
Ha mani che la tempesta ha martoriato
e chiuderti gli occhi tanto voleva.

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 27.11.2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info