Stratis il Marinaio tra gli agapanti (Y. Seferis)

Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών
γι αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμων ονείρων, παρα δήμων ονείρων.
Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι αν φωνάξω
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.
Είναι βαρύ και δύσκολο, δέ μου φτάνουν οι ζωντανοί
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τα ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στον αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα `λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,
οι αγάπανθοι τα ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη Θρησκεία;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που τον κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ’ ένα γαλάζιο καπνό
μ’ ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της Θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.


Non ci sono asfodeli, né viole, né giacinti :
come puoi parlare con i morti.
I morti conoscono solamente la lingua dei fiori:
per questo tacciono
viaggiano e tacciono, soffrono e tacciono
verso abitati di sogni, verso abitati di sogni.
Se incomincio a cantare griderò
e se griderò -
gli agapanti imporrano il silenzio
sollevando una manina di violetto bimbo d'Arabia
e anche il batter d'ali di un'oca nell'aria.
E' greve e pesante, non mi bastano i viventi :
primo perché non parlano, e poi
perché bisogna che domandi ai morti
per potere continuare la discesa.
Altrimenti non avviene, appena ci coglie il sonno
i compagni recidono le funicelle d'argento
e la botticella dei venti si svuota.
La riempio e si svuota, la riempio e si svuota -
mi sveglio
nuotando come lo sparo dorato
nell'incrinatura del lampo,
e il vento e il nubifragio e i corpi umani
e gli agapanti confitti come frecce del destino
nella terra sempre assetata
scossi dallo spasimo dei pensieri,
li diresti caricati su carro vecchissimo
rotolanti giù per strade rovinate, su banchine vecchie,
gli agapanti gli asfodeli dei negri:
come posso apprendere questa religione?
La prima cosa che creò Dio è l'amore
poi arriva il sangue
e la sete di sangue
che gli vibra al centro il seme del corpo come il sale.
La prima cosa che creò Dio è il lungo viaggio:
quella casa aspetta
con un fumo azzurro
con un cane divenuto vecchio
aspettando per far morire il ritorno.
Ma bisogna che i morti mostrino il cammino:
sono gli agapanti che li tengono senza parola,
come le profondità del mare o l'acqua nel bicchiere.
[E i compagni restano nei palazzi di Circe,
o mio caro Elpenore! Misero, mio povero Elpenore!
O, non li vedi?
- «Aiutateci! » -
Sul nerissimo dorso di Psarà.]

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 25.03.2013

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info