La vita è soffocata

Καίγεται η πίκρα μες στη φλόγα της ζωής μου
Και μένουν τα χέρια να δουλεύουν το ληστή
Χαρά και φως δεν καρτερούν
Μάτια που `χουν τυφλωθεί
Και δάφνες απλώνονται στο διάβα του ληστή

Πίνουν το μίσος και τον φόβο προσκυνούν
Μικραίνουν και χάνονται στην δόξα των Θεών
Διψούν κι αφήνουν το νερό
Στο ρυάκι να κυλά
Σπονδή απ’ τον άνθρωπο για τους θνητούς Θεούς

Φτύνουν τη μοίρα και υφαίνουν μοναχοί
Τα κάστρα γκρεμίζουν να τους γίνουν φυλακές
Οργή μαχαίρι και φωτιά
Δώρα από μικρούς Θεούς
Τα κράτησαν οι άνθρωποι και πνίγεται η ζωή


L'amarezza brucia nella fiamma della mia vita,
e restano le mani per essere al servizio del bandito,
non aspettano luce e gioia,
occhi che sono accecati
sventolano alloro sul cammino del bandito.

Degustano l'odio e riveriscono la paura,
diventano meschini e sono perduti nella gloria degli Dei,
hanno sete e lasciano
scorrere l'acqua nel ruscello,
le offerte dell'uomo vanno a Dei mortali.

Sputano in faccia al destino e tramano in solitudine,
demoliscono le fortificazioni perché diventino le loro prigioni,
furia, coltello e fuoco,
doni di Dei meschini,
detengono gli uomini, e la vita è soffocata.

android2020 © 01.10.2016

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info